ελεφαντίαση

ελεφαντίαση
Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία παρατηρείται χρόνιο οίδημα και σημαντική υπερτροφία του δέρματος, με διόγκωση και παραμόρφωση των περιοχών που έχουν προσβληθεί, συνήθως των κάτω άκρων και της περιοχής των γεννητικών οργάνων· οφείλεται σε χρόνια παρεμπόδιση της λεμφικής κυκλοφορίας. Ο όρος ε. χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και για να υποδηλώσει μία νόσο των τροπικών χωρών, που προκαλείται από το σκουλήκι φιλαρία, το οποίο εισχωρεί στα λεμφικά αγγεία των κάτω άκρων, τα αποφράσσει και δημιουργεί μια παθολογική εικόνα, όμοια με αυτή της ε. Η αντιμετώπιση είναι φαρμακευτική ή και χειρουργική.
* * *
η (ΑΜ ἐλεφαντίασις)
1. διόγκωση τών ποδιών, τών χεριών ή των γεννητικών οργάνων που οφείλεται σε παθολογικά αίτια
2. πάθηση τού δέρματος με χρόνια φλεγμονή και σκλήρυνση που τό κάνει να μοιάζει σαν τού ελέφαντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελεφαντίαση — η 1. (ιατρ.), λεπρώδης δερματική πάθηση που ξεραίνει το δέρμα, ώστε να πάρει όψη παρόμοια με του δέρματος των ελεφάντων. 2. (ιατρ.), τοπική υπερτροφία, ιδίως στα άκρα και στα γεννητικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεφαντιασικός — ή, ό 1. σχετικός με την ελεφαντίαση 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ελεφαντίαση …   Dictionary of Greek

  • φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε ελέφαντα 2. αυτός που πάσχει από ελεφαντίαση …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντισιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελεφαντίαση …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντιώ — ἐλεφαντιῶ ( άω) (AM) υποφέρω από ελεφαντίαση …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντοποδία — η ελεφαντίαση τών κάτω άκρων …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”