ελεφαντίαση — η 1. (ιατρ.), λεπρώδης δερματική πάθηση που ξεραίνει το δέρμα, ώστε να πάρει όψη παρόμοια με του δέρματος των ελεφάντων. 2. (ιατρ.), τοπική υπερτροφία, ιδίως στα άκρα και στα γεννητικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεφαντιασικός — ή, ό 1. σχετικός με την ελεφαντίαση 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ελεφαντίαση … Dictionary of Greek
φοινίκινος — (I) ίνη, ον, Α αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού τού δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.) 2. ο κατασκευασμένος από ξύλο τού παραπάνω δέντρου 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φοινίκινος (με ή… … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
ελεφαντικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε ελέφαντα 2. αυτός που πάσχει από ελεφαντίαση … Dictionary of Greek
ελεφαντισιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελεφαντίαση … Dictionary of Greek
ελεφαντιώ — ἐλεφαντιῶ ( άω) (AM) υποφέρω από ελεφαντίαση … Dictionary of Greek
ελεφαντοποδία — η ελεφαντίαση τών κάτω άκρων … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek